- ἐγκατασταθείς
- ἐγκαθίστημιplaceaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αληθεύω — αλήθεψα. 1. μτβ., αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επαληθεύω: Προσπαθούσε ώρα τώρα να αληθέψει το θεώρημα. 2. αμτβ., βγαίνω αληθινός: Αν οι ευχές αλήθευαν, χαρά σ εσένα. 3. ως απρόσ., αληθεύει είναι αληθινό: Αληθεύει ότι θα εγκατασταθείς στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)